- πολυκλήρων
- πολύκληροςwith a large portionmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LYSIMELIA — Siciliae palus in agro Syrachsano. Pantanella, teste Fazello cum Aretio. Λίμνη Λυσιμήλεια Thucyd. l. 7. p. 513. Meminit huius stagni quoque Theocritus Syracusan. Idyll. 16. his versibus , Κούρη θ᾿ ἁσυν` ματρὶ πολυκλήρων Ε᾿φυραίων Ε῎ιληχας, μέγα… … Hofmann J. Lexicon universale
πολύκληρος — και δωρ. τ. πολύκλαρος, ον, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος («ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ ἐμῆς ἀρετῆς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek